διεκπεραιώνω — διεκπεραιώνω, διεκπεραίωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διεκπεραιώνω — διεκπεραίωσα, διεκπεραιώθηκα, διεκπεραιωμένος 1. ολοκληρώνω μια διαδικασία με μια σειρά από ενέργειες: Ο δικηγόρος θα διεκπεραιώσει την υπόθεσή μας. 2. καταχωρίζω και διαβιβάζω έγγραφα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδιεκπεραίωτος — η, ο [διεκπεραιώνω] 1. αυτός που δεν διεκπεραιώθηκε, που δεν έφτασε στο τέλος τής διαδικασίας του 2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να διεκπεραιωθεί … Dictionary of Greek
αφέντης — ο (θηλ. αφέντισσα, αφέντρα, αφεντού, η) (AM αὐθέντης, ο, Μ και άφέντης) άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης μσν. νεοελλ. 1. (για τον Θεό) κύριος των πάντων, εξουσιαστής 2. κύριος, αφεντικό 3. ιδιοκτήτης, νοικοκύρης 4. πλούσιος, κτηματίας νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
διεκπεραίωση — η 1. καταχώριση, συσκευασία και αποστολή εγγράφων 2. εκτέλεση εντολής ή υπηρεσίας 3. το γραφείο όπου γίνεται η διακίνηση εγγράφων. [ΕΤΥΜΟΛ. < διεκπεραιώνω. Η λ. διεκπεραίωσις μαρτυρείται από το 1833 στον Ν. Κοριτζά] … Dictionary of Greek
διεκπεραιωτής — ο 1. αυτός που ενεργεί τις διεκπεραιώσεις τών εγγράφων 2. αυτός που εκτελεί, φέρει εις πέρας εργασία που τού ανατέθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < διεκπεραιώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
ενεργώ — και ενεργάω (AM ἐνεργῶ, έω) [ενεργός] 1. (με εμπρόθ. προσδ. ή επίρρ.) συμπεριφέρομαι («ενεργώ κατά συνείδηση», «σωστά ενήργησες») 2. εκτελώ, διεξάγω, επιχειρώ κάτι (α. «ενεργώ έρευνα, επιθεώρηση, έφοδο» κ.λπ. β. «ἐνήργουν τά τοῡ πολέμου», Πολύβ.) … Dictionary of Greek
κατεργάζομαι — (AM κατεργάζομαι) επεξεργάζομαι ένα υλικό για να κατασκευάσω κάτι από αυτό (α. «κατεργάζομαι τον χαλκό» β. «κατεργασμένο ατσάλι» γ. «τὸν κατειργασμένον σῑτον», Διον. Αλ. δ. «μέλι πολλὸν μὲν μέλισσαι κατεργάζονται», Ηρόδ.) αρχ. 1. (με ενεργ. και… … Dictionary of Greek
μεσάζω — και μεσιάζω και μισάζω και μισιάζω (ΑM μεσάζω) [μέσος] διαιρώ κάτι στη μέση, διχοτομώ νεοελλ. 1. καταναλώνω τη μισή ποσότητα από κάτι («τό μεσάσαμε το κρασί») 2. (η μτχ. ενεστ. αρσ. και θηλ. ως ουσ.) ο μεσάζων, η μεσάζουσα το μέντιουμ νεοελλ. μσν … Dictionary of Greek
ξεπετώ — άω 1. (για πτηνό) αρχίζω να πετώ 2. αναγκάζω πτηνό να πετάξει 3. (για γονέα, ιδίως για μητέρα) φέρνω το βρέφος σε παιδική ή νεανική ηλικία, μεγαλώνω 4. τελειώνω μια εργασία γρήγορα, διεκπεραιώνω σε σύντομο διάστημα («ξεπέταξα τις δουλειές τού… … Dictionary of Greek